επερώτηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]επερώτηση • (eperótisi) f (plural επερωτήσεις)
Declension
[edit]Declension of επερώτηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | επερώτηση • | επερωτήσεις • | |
genitive | επερώτησης • | επερωτήσεων • | |
accusative | επερώτηση • | επερωτήσεις • | |
vocative | επερώτηση • | επερωτήσεις • | |
Older or formal genitive singular: επερωτήσεως • |