επενδυτικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from επενδυτ(ής) (ependyt(ís)) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.pen.ði.tiˈkos/
  • Hyphenation: ε‧πεν‧δυ‧τι‧κός

Adjective

[edit]

επενδυτικός (ependytikósm (feminine επενδυτική, neuter επενδυτικό) (relational)

  1. (finance, business) investment (attributive)
  2. (rare) coating (attributive)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επενδυτικός (ependytikós) επενδυτική (ependytikí) επενδυτικό (ependytikó) επενδυτικοί (ependytikoí) επενδυτικές (ependytikés) επενδυτικά (ependytiká)
genitive επενδυτικού (ependytikoú) επενδυτικής (ependytikís) επενδυτικού (ependytikoú) επενδυτικών (ependytikón) επενδυτικών (ependytikón) επενδυτικών (ependytikón)
accusative επενδυτικό (ependytikó) επενδυτική (ependytikí) επενδυτικό (ependytikó) επενδυτικούς (ependytikoús) επενδυτικές (ependytikés) επενδυτικά (ependytiká)
vocative επενδυτικέ (ependytiké) επενδυτική (ependytikí) επενδυτικό (ependytikó) επενδυτικοί (ependytikoí) επενδυτικές (ependytikés) επενδυτικά (ependytiká)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ επενδυτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language