Jump to content

επαφή

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

επαφή (epafíf (plural επαφές)

  1. touch, contact
    πρέπει τα δύο μέρη να μείνουν σε επαφή έως ότου η κόλλα στεγνώσει
    both parts must maintain contact until the glue has set
  2. electrical contact

Declension

[edit]
Declension of επαφή
singular plural
nominative επαφή (epafí) επαφές (epafés)
genitive επαφής (epafís) επαφών (epafón)
accusative επαφή (epafí) επαφές (epafés)
vocative επαφή (epafí) επαφές (epafés)
[edit]