Jump to content

επίπτωση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /eˈpi.pto.si/
  • Hyphenation: ε‧πί‧πτω‧ση

Noun

[edit]

επίπτωση (epíptosif (plural επιπτώσεις)

  1. effect, repercussion

Declension

[edit]
Declension of επίπτωση
singular plural
nominative επίπτωση (epíptosi) επιπτώσεις (epiptóseis)
genitive επίπτωσης (epíptosis) επιπτώσεων (epiptóseon)
accusative επίπτωση (epíptosi) επιπτώσεις (epiptóseis)
vocative επίπτωση (epíptosi) επιπτώσεις (epiptóseis)

Older or formal genitive singular: επιπτώσεως (epiptóseos)