Jump to content

εξωγήϊνος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

εξωγήϊνος (exogíïnosm (feminine εξωγήϊνη, neuter εξωγήϊνο)

  1. Alternative form of εξωγήινος (exogíinos)

Declension

[edit]
Declension of εξωγήϊνος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εξωγήϊνος (exogíïnos) εξωγήϊνη (exogíïni) εξωγήϊνο (exogíïno) εξωγήϊνοι (exogíïnoi) εξωγήϊνες (exogíïnes) εξωγήϊνα (exogíïna)
genitive εξωγήϊνου (exogíïnou) εξωγήϊνης (exogíïnis) εξωγήϊνου (exogíïnou) εξωγήϊνων (exogíïnon) εξωγήϊνων (exogíïnon) εξωγήϊνων (exogíïnon)
accusative εξωγήϊνο (exogíïno) εξωγήϊνη (exogíïni) εξωγήϊνο (exogíïno) εξωγήϊνους (exogíïnous) εξωγήϊνες (exogíïnes) εξωγήϊνα (exogíïna)
vocative εξωγήϊνε (exogíïne) εξωγήϊνη (exogíïni) εξωγήϊνο (exogíïno) εξωγήϊνοι (exogíïnoi) εξωγήϊνες (exogíïnes) εξωγήϊνα (exogíïna)

Noun

[edit]

εξωγήϊνος (exogíïnosm (plural εξωγήϊνοι, feminine εξωγήϊνη)

  1. Alternative form of εξωγήινος (exogíinos)

Declension

[edit]
singular plural
nominative εξωγήϊνος (exogíïnos) εξωγήϊνοι (exogíïnoi)
genitive εξωγήϊνου (exogíïnou) εξωγήϊνων (exogíïnon)
accusative εξωγήϊνο (exogíïno) εξωγήϊνους (exogíïnous)
vocative εξωγήϊνε (exogíïne) εξωγήϊνοι (exogíïnoi)