Jump to content

εξοχικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Morphologically εξοχή (exochí, countryside) +‎ -ικός (-ikós).

Adjective

[edit]

εξοχικός (exochikósm (feminine εξοχική, neuter εξοχικό)

  1. rural, country, in the countryside
  2. (cooking) en papillote, cooked in foil, paper, etc

Declension

[edit]
Declension of εξοχικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εξοχικός (exochikós) εξοχική (exochikí) εξοχικό (exochikó) εξοχικοί (exochikoí) εξοχικές (exochikés) εξοχικά (exochiká)
genitive εξοχικού (exochikoú) εξοχικής (exochikís) εξοχικού (exochikoú) εξοχικών (exochikón) εξοχικών (exochikón) εξοχικών (exochikón)
accusative εξοχικό (exochikó) εξοχική (exochikí) εξοχικό (exochikó) εξοχικούς (exochikoús) εξοχικές (exochikés) εξοχικά (exochiká)
vocative εξοχικέ (exochiké) εξοχική (exochikí) εξοχικό (exochikó) εξοχικοί (exochikoí) εξοχικές (exochikés) εξοχικά (exochiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εξοχικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εξοχικός, etc.)

[edit]