Jump to content

εξουσιοδότηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

εξουσιοδότηση (exousiodótisif (plural εξουσιοδοτήσεις)

  1. authorisation (UK), authorization (US)

Declension

[edit]
singular plural
nominative εξουσιοδότηση (exousiodótisi) εξουσιοδοτήσεις (exousiodotíseis)
genitive εξουσιοδότησης (exousiodótisis) εξουσιοδοτήσεων (exousiodotíseon)
accusative εξουσιοδότηση (exousiodótisi) εξουσιοδοτήσεις (exousiodotíseis)
vocative εξουσιοδότηση (exousiodótisi) εξουσιοδοτήσεις (exousiodotíseis)

Older or formal genitive singular: εξουσιοδοτήσεως (exousiodotíseos)