εξουσιοδότηση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]εξουσιοδότηση • (exousiodótisi) f (plural εξουσιοδοτήσεις)
- authorisation (UK), authorization (US)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξουσιοδότηση (exousiodótisi) | εξουσιοδοτήσεις (exousiodotíseis) |
genitive | εξουσιοδότησης (exousiodótisis) | εξουσιοδοτήσεων (exousiodotíseon) |
accusative | εξουσιοδότηση (exousiodótisi) | εξουσιοδοτήσεις (exousiodotíseis) |
vocative | εξουσιοδότηση (exousiodótisi) | εξουσιοδοτήσεις (exousiodotíseis) |
Older or formal genitive singular: εξουσιοδοτήσεως (exousiodotíseos)