Jump to content

εξολοθρεύτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

εξολοθρεύτρια (exolothréftriaf (plural εξολοθρεύτριες, masculine εξολοθρευτής)

  1. exterminator, terminator

Declension

[edit]
Declension of εξολοθρεύτρια
singular plural
nominative εξολοθρεύτρια (exolothréftria) εξολοθρεύτριες (exolothréftries)
genitive εξολοθρεύτριας (exolothréftrias) εξολοθρευτριών (exolothreftrión)
accusative εξολοθρεύτρια (exolothréftria) εξολοθρεύτριες (exolothréftries)
vocative εξολοθρεύτρια (exolothréftria) εξολοθρεύτριες (exolothréftries)
[edit]