Jump to content

εξημέρωση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

εξημέρωση (eximérosif (plural εξημερώσεις)

  1. domestication, taming

Declension

[edit]
Declension of εξημέρωση
singular plural
nominative εξημέρωση (eximérosi) εξημερώσεις (eximeróseis)
genitive εξημέρωσης (eximérosis) εξημερώσεων (eximeróseon)
accusative εξημέρωση (eximérosi) εξημερώσεις (eximeróseis)
vocative εξημέρωση (eximérosi) εξημερώσεις (eximeróseis)

Older or formal genitive singular: εξημερώσεως (eximeróseos)