Jump to content

ενότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἑνότης (henótēs), equivalent to ενός (enós, of one) +‎ -ότητα (-ótita, -ty, -ness).

Noun

[edit]

ενότητα (enótitaf (plural ενότητες)

  1. (uncountable) unity, oneness
  2. unit, section

Declension

[edit]
Declension of ενότητα
singular plural
nominative ενότητα (enótita) ενότητες (enótites)
genitive ενότητας (enótitas) ενοτήτων (enotíton)
accusative ενότητα (enótita) ενότητες (enótites)
vocative ενότητα (enótita) ενότητες (enótites)
[edit]