From Wiktionary, the free dictionary
ενυδρείο • (enydreío) n (plural ενυδρεία)
- aquarium (small, domestic tank)
- aquarium (building holding many tanks)
Declension of ενυδρείο
|
singular
|
plural
|
nominative
|
ενυδρείο (enydreío)
|
ενυδρεία (enydreía)
|
genitive
|
ενυδρείου (enydreíou)
|
ενυδρείων (enydreíon)
|
accusative
|
ενυδρείο (enydreío)
|
ενυδρεία (enydreía)
|
vocative
|
ενυδρείο (enydreío)
|
ενυδρεία (enydreía)
|