Jump to content

ενυδρείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ενυδρείο (enydreíon (plural ενυδρεία)

  1. aquarium (small, domestic tank)
  2. aquarium (building holding many tanks)

Declension

[edit]
Declension of ενυδρείο
singular plural
nominative ενυδρείο (enydreío) ενυδρεία (enydreía)
genitive ενυδρείου (enydreíou) ενυδρείων (enydreíon)
accusative ενυδρείο (enydreío) ενυδρεία (enydreía)
vocative ενυδρείο (enydreío) ενυδρεία (enydreía)