Jump to content

εντροπία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

εντροπία (entropíaf (plural εντροπίες)

  1. (physics) entropy

Declension

[edit]
Declension of εντροπία
singular plural
nominative εντροπία (entropía) εντροπίες (entropíes)
genitive εντροπίας (entropías) εντροπιών (entropión)
accusative εντροπία (entropía) εντροπίες (entropíes)
vocative εντροπία (entropía) εντροπίες (entropíes)

See also

[edit]