Jump to content

εντοπισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

εντοπισμός (entopismósm

  1. localisation, localization

Declension

[edit]
Declension of εντοπισμός
singular plural
nominative εντοπισμός (entopismós) εντοπισμοί (entopismoí)
genitive εντοπισμού (entopismoú) εντοπισμών (entopismón)
accusative εντοπισμό (entopismó) εντοπισμούς (entopismoús)
vocative εντοπισμέ (entopismé) εντοπισμοί (entopismoí)
[edit]