Jump to content

εννιακοσιοστός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

εννιακοσιοστός (enniakosiostósm (feminine εννιακοσιοστή, neuter εννιακοσιοστό)

  1. nine hundredth

Declension

[edit]
Declension of εννιακοσιοστός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εννιακοσιοστός (enniakosiostós) εννιακοσιοστή (enniakosiostí) εννιακοσιοστό (enniakosiostó) εννιακοσιοστοί (enniakosiostoí) εννιακοσιοστές (enniakosiostés) εννιακοσιοστά (enniakosiostá)
genitive εννιακοσιοστού (enniakosiostoú) εννιακοσιοστής (enniakosiostís) εννιακοσιοστού (enniakosiostoú) εννιακοσιοστών (enniakosiostón) εννιακοσιοστών (enniakosiostón) εννιακοσιοστών (enniakosiostón)
accusative εννιακοσιοστό (enniakosiostó) εννιακοσιοστή (enniakosiostí) εννιακοσιοστό (enniakosiostó) εννιακοσιοστούς (enniakosiostoús) εννιακοσιοστές (enniakosiostés) εννιακοσιοστά (enniakosiostá)
vocative εννιακοσιοστέ (enniakosiosté) εννιακοσιοστή (enniakosiostí) εννιακοσιοστό (enniakosiostó) εννιακοσιοστοί (enniakosiostoí) εννιακοσιοστές (enniakosiostés) εννιακοσιοστά (enniakosiostá)

Alternative forms

[edit]

Coordinate terms

[edit]