Jump to content

ενικός

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἑνικός

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.niˈkos/
  • Hyphenation: ε‧νι‧κός

Adjective

[edit]

ενικός (enikósm (feminine ενική, neuter ενικό)

  1. (grammar, dated) referring to the singular number
    ενικός αριθμόςenikós arithmóssingular number
    η ενική ονομαστική πτώσηi enikí onomastikí ptósithe singular accusative case

Usage notes

[edit]
  • Usually substantivised (see #Noun).

Declension

[edit]
Declension of ενικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ενικός (enikós) ενική (enikí) ενικό (enikó) ενικοί (enikoí) ενικές (enikés) ενικά (eniká)
genitive ενικού (enikoú) ενικής (enikís) ενικού (enikoú) ενικών (enikón) ενικών (enikón) ενικών (enikón)
accusative ενικό (enikó) ενική (enikí) ενικό (enikó) ενικούς (enikoús) ενικές (enikés) ενικά (eniká)
vocative ενικέ (eniké) ενική (enikí) ενικό (enikó) ενικοί (enikoí) ενικές (enikés) ενικά (eniká)

Noun

[edit]

ενικός (enikósm (usually uncountable, plural ενικοί)

  1. (grammar) singular
    Μερικά ουσιαστικά έχουν μόνο ενικό.
    Meriká ousiastiká échoun móno enikó.
    Some nouns have singular only (are inflected only in the singular).
    Στους φίλους μου μιλάω στον ενικόStous fílous mou miláo ston enikóI speak in the singular to my friends.
    Ας μιλήσουμε στον ενικό!As milísoume ston enikó!Let's speak in the singular! (informally).

Usage notes

[edit]

For the informal and friendly usage of the singular in Modern Greek, see εσύ (esý, you) as T-form

Declension

[edit]
Declension of ενικός
singular plural
nominative ενικός (enikós) ενικοί (enikoí)
genitive ενικού (enikoú) ενικών (enikón)
accusative ενικό (enikó) ενικούς (enikoús)
vocative ενικέ (eniké) ενικοί (enikoí)

Usually in the singular.

Antonyms

[edit]

Further reading

[edit]