Jump to content

εμπορεύσιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

εμπορεύσιμος (emporéfsimosm (feminine εμπορεύσιμη, neuter εμπορεύσιμο)

  1. marketable

Declension

[edit]
Declension of εμπορεύσιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εμπορεύσιμος (emporéfsimos) εμπορεύσιμη (emporéfsimi) εμπορεύσιμο (emporéfsimo) εμπορεύσιμοι (emporéfsimoi) εμπορεύσιμες (emporéfsimes) εμπορεύσιμα (emporéfsima)
genitive εμπορεύσιμου (emporéfsimou) εμπορεύσιμης (emporéfsimis) εμπορεύσιμου (emporéfsimou) εμπορεύσιμων (emporéfsimon) εμπορεύσιμων (emporéfsimon) εμπορεύσιμων (emporéfsimon)
accusative εμπορεύσιμο (emporéfsimo) εμπορεύσιμη (emporéfsimi) εμπορεύσιμο (emporéfsimo) εμπορεύσιμους (emporéfsimous) εμπορεύσιμες (emporéfsimes) εμπορεύσιμα (emporéfsima)
vocative εμπορεύσιμε (emporéfsime) εμπορεύσιμη (emporéfsimi) εμπορεύσιμο (emporéfsimo) εμπορεύσιμοι (emporéfsimoi) εμπορεύσιμες (emporéfsimes) εμπορεύσιμα (emporéfsima)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εμπορεύσιμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εμπορεύσιμος, etc.)

[edit]