εμπεριέκλεισα
Appearance
See also: ἐμπεριέκλεισα
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]εμπεριέκλεισα • (emperiékleisa)
- first-person singular simple past of εμπερικλείω (emperikleío, “I contained”)
- Polytonic spelling: ἐμπεριέκλεισα
εμπεριέκλεισα • (emperiékleisa)