Jump to content

εμιράτο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

εμιράτο (emiráton (plural εμιράτα)

  1. emirate (region or country ruled by an emir)

Declension

[edit]
Declension of εμιράτο
singular plural
nominative εμιράτο (emiráto) εμιράτα (emiráta)
genitive εμιράτου (emirátou) εμιράτων (emiráton)
accusative εμιράτο (emiráto) εμιράτα (emiráta)
vocative εμιράτο (emiráto) εμιράτα (emiráta)
[edit]

Further reading

[edit]