Jump to content

ελληνοαμερικανικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Sense 1 from ελληνο- (ellino-) +‎ αμερικανικός (amerikanikós); sense 2 from Ελληνοαμερικαν(ός) (Ellinoamerikan(ós), Greek American) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.li.no.a.me.ɾi.ka.niˈkos/
  • Hyphenation: ελ‧λη‧νο‧α‧με‧ρι‧κα‧νι‧κός

Adjective

[edit]

ελληνοαμερικανικός (ellinoamerikanikósm (feminine ελληνοαμερικανική, neuter ελληνοαμερικανικό)

  1. Greco-American, Greek-American (relating to both Greece and America)
  2. Greek-American (relating to Greek Americans)

Declension

[edit]
Declension of ελληνοαμερικανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ελληνοαμερικανικός (ellinoamerikanikós) ελληνοαμερικανική (ellinoamerikanikí) ελληνοαμερικανικό (ellinoamerikanikó) ελληνοαμερικανικοί (ellinoamerikanikoí) ελληνοαμερικανικές (ellinoamerikanikés) ελληνοαμερικανικά (ellinoamerikaniká)
genitive ελληνοαμερικανικού (ellinoamerikanikoú) ελληνοαμερικανικής (ellinoamerikanikís) ελληνοαμερικανικού (ellinoamerikanikoú) ελληνοαμερικανικών (ellinoamerikanikón) ελληνοαμερικανικών (ellinoamerikanikón) ελληνοαμερικανικών (ellinoamerikanikón)
accusative ελληνοαμερικανικό (ellinoamerikanikó) ελληνοαμερικανική (ellinoamerikanikí) ελληνοαμερικανικό (ellinoamerikanikó) ελληνοαμερικανικούς (ellinoamerikanikoús) ελληνοαμερικανικές (ellinoamerikanikés) ελληνοαμερικανικά (ellinoamerikaniká)
vocative ελληνοαμερικανικέ (ellinoamerikaniké) ελληνοαμερικανική (ellinoamerikanikí) ελληνοαμερικανικό (ellinoamerikanikó) ελληνοαμερικανικοί (ellinoamerikanikoí) ελληνοαμερικανικές (ellinoamerikanikés) ελληνοαμερικανικά (ellinoamerikaniká)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ ελληνοαμερικανικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language