Jump to content

ελληνοαλβανικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From ελληνο- (ellino-) +‎ αλβανικός (alvanikós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.li.no.al.va.niˈkos/
  • Hyphenation: ελ‧λη‧νο‧αλ‧βα‧νι‧κός

Adjective

[edit]

ελληνοαλβανικός (ellinoalvanikósm (feminine ελληνοαλβανικη, neuter ελληνοαλβανικο)

  1. Greco-Albanian, Greek-Albanian
    Synonym: αλβανοελληνικός (alvanoellinikós)
    τα ελληνοαλβανικά σύνοραta ellinoalvaniká sýnorathe Greco-Albanian border

Declension

[edit]
Declension of ελληνοαλβανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ελληνοαλβανικος (ellinoalvanikos) ελληνοαλβανικη (ellinoalvaniki) ελληνοαλβανικο (ellinoalvaniko) ελληνοαλβανικοι (ellinoalvanikoi) ελληνοαλβανικες (ellinoalvanikes) ελληνοαλβανικα (ellinoalvanika)
genitive ελληνοαλβανικου (ellinoalvanikou) ελληνοαλβανικης (ellinoalvanikis) ελληνοαλβανικου (ellinoalvanikou) ελληνοαλβανικων (ellinoalvanikon) ελληνοαλβανικων (ellinoalvanikon) ελληνοαλβανικων (ellinoalvanikon)
accusative ελληνοαλβανικο (ellinoalvaniko) ελληνοαλβανικη (ellinoalvaniki) ελληνοαλβανικο (ellinoalvaniko) ελληνοαλβανικους (ellinoalvanikous) ελληνοαλβανικες (ellinoalvanikes) ελληνοαλβανικα (ellinoalvanika)
vocative ελληνοαλβανικε (ellinoalvanike) ελληνοαλβανικη (ellinoalvaniki) ελληνοαλβανικο (ellinoalvaniko) ελληνοαλβανικοι (ellinoalvanikoi) ελληνοαλβανικες (ellinoalvanikes) ελληνοαλβανικα (ellinoalvanika)