Jump to content

ελεγκτής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

ελεγκτής (elegktísm (plural ελεγκτές, feminine ελέγκτρια)

  1. auditor
  2. inspector
    τελωνειακός ελεγκτήςteloneiakós elegktíscustoms inspector
  3. controller
    ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίαςelegktís enaérias kykloforíasair traffic controller

Declension

[edit]
Declension of ελεγκτής
singular plural
nominative ελεγκτής (elegktís) ελεγκτές (elegktés)
genitive ελεγκτή (elegktí) ελεγκτών (elegktón)
accusative ελεγκτή (elegktí) ελεγκτές (elegktés)
vocative ελεγκτή (elegktí) ελεγκτές (elegktés)

Derived terms

[edit]