ελεγκτής
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ελεγκτής • (elegktís) m (plural ελεγκτές, feminine ελέγκτρια)
- auditor
- inspector
- τελωνειακός ελεγκτής ― teloneiakós elegktís ― customs inspector
- controller
- ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας ― elegktís enaérias kykloforías ― air traffic controller
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ελεγκτής (elegktís) | ελεγκτές (elegktés) |
genitive | ελεγκτή (elegktí) | ελεγκτών (elegktón) |
accusative | ελεγκτή (elegktí) | ελεγκτές (elegktés) |
vocative | ελεγκτή (elegktí) | ελεγκτές (elegktés) |
Derived terms
[edit]- τελωνειακός ελεγκτής m or f (teloneiakós elegktís, “customs officer”)
- ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας m or f (elegktís enaérias kykloforías, “air traffic controller”)