Jump to content

ελβετικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

ελβετικός (elvetikósm (feminine ελβετική, neuter ελβετικό)

  1. Swiss (relating to Switzerland or its people)

Declension

[edit]
Declension of ελβετικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ελβετικός (elvetikós) ελβετική (elvetikí) ελβετικό (elvetikó) ελβετικοί (elvetikoí) ελβετικές (elvetikés) ελβετικά (elvetiká)
genitive ελβετικού (elvetikoú) ελβετικής (elvetikís) ελβετικού (elvetikoú) ελβετικών (elvetikón) ελβετικών (elvetikón) ελβετικών (elvetikón)
accusative ελβετικό (elvetikó) ελβετική (elvetikí) ελβετικό (elvetikó) ελβετικούς (elvetikoús) ελβετικές (elvetikés) ελβετικά (elvetiká)
vocative ελβετικέ (elvetiké) ελβετική (elvetikí) ελβετικό (elvetikó) ελβετικοί (elvetikoí) ελβετικές (elvetikés) ελβετικά (elvetiká)
[edit]