ελατοτρύγονο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ελατοτρύγονο • (elatotrýgono) n (plural ελατοτρύγονα)
Declension
[edit]Declension of ελατοτρύγονο
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ελατοτρύγονο • | ελατοτρύγονα • | |
genitive | ελατοτρυγόνου •, ελατοτρύγονου • | ελατοτρυγόνων •, ελατοτρύγονων • | |
accusative | ελατοτρύγονο • | ελατοτρύγονα • | |
vocative | ελατοτρύγονο • | ελατοτρύγονα • | |
The genitive forms are uncertain. |
Related terms
[edit]- see: τρυγόνι n (trygóni, “turtle dove”)
Further reading
[edit]- Τρυγόνι on the Greek Wikipedia.Wikipedia el