εκφοβιστικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]εκφοβιστικός • (ekfovistikós) m (feminine εκφοβιστική, neuter εκφοβιστικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εκφοβιστικός (ekfovistikós) | εκφοβιστική (ekfovistikí) | εκφοβιστικό (ekfovistikó) | εκφοβιστικοί (ekfovistikoí) | εκφοβιστικές (ekfovistikés) | εκφοβιστικά (ekfovistiká) | |
genitive | εκφοβιστικού (ekfovistikoú) | εκφοβιστικής (ekfovistikís) | εκφοβιστικού (ekfovistikoú) | εκφοβιστικών (ekfovistikón) | εκφοβιστικών (ekfovistikón) | εκφοβιστικών (ekfovistikón) | |
accusative | εκφοβιστικό (ekfovistikó) | εκφοβιστική (ekfovistikí) | εκφοβιστικό (ekfovistikó) | εκφοβιστικούς (ekfovistikoús) | εκφοβιστικές (ekfovistikés) | εκφοβιστικά (ekfovistiká) | |
vocative | εκφοβιστικέ (ekfovistiké) | εκφοβιστική (ekfovistikí) | εκφοβιστικό (ekfovistikó) | εκφοβιστικοί (ekfovistikoí) | εκφοβιστικές (ekfovistikés) | εκφοβιστικά (ekfovistiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εκφοβιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εκφοβιστικός, etc.)
Synonyms
[edit]- απειλητικός (apeilitikós)