Jump to content

εκφοβιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

εκφοβιστικός (ekfovistikósm (feminine εκφοβιστική, neuter εκφοβιστικό)

  1. intimidating, threatening, menacing

Declension

[edit]
Declension of εκφοβιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εκφοβιστικός (ekfovistikós) εκφοβιστική (ekfovistikí) εκφοβιστικό (ekfovistikó) εκφοβιστικοί (ekfovistikoí) εκφοβιστικές (ekfovistikés) εκφοβιστικά (ekfovistiká)
genitive εκφοβιστικού (ekfovistikoú) εκφοβιστικής (ekfovistikís) εκφοβιστικού (ekfovistikoú) εκφοβιστικών (ekfovistikón) εκφοβιστικών (ekfovistikón) εκφοβιστικών (ekfovistikón)
accusative εκφοβιστικό (ekfovistikó) εκφοβιστική (ekfovistikí) εκφοβιστικό (ekfovistikó) εκφοβιστικούς (ekfovistikoús) εκφοβιστικές (ekfovistikés) εκφοβιστικά (ekfovistiká)
vocative εκφοβιστικέ (ekfovistiké) εκφοβιστική (ekfovistikí) εκφοβιστικό (ekfovistikó) εκφοβιστικοί (ekfovistikoí) εκφοβιστικές (ekfovistikés) εκφοβιστικά (ekfovistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εκφοβιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εκφοβιστικός, etc.)

Synonyms

[edit]