εκφοβιστικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]εκφοβιστικός • (ekfovistikós) m (feminine εκφοβιστική, neuter εκφοβιστικό)
Declension
[edit]Declension of εκφοβιστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εκφοβιστικός • | εκφοβιστική • | εκφοβιστικό • | εκφοβιστικοί • | εκφοβιστικές • | εκφοβιστικά • |
genitive | εκφοβιστικού • | εκφοβιστικής • | εκφοβιστικού • | εκφοβιστικών • | εκφοβιστικών • | εκφοβιστικών • |
accusative | εκφοβιστικό • | εκφοβιστική • | εκφοβιστικό • | εκφοβιστικούς • | εκφοβιστικές • | εκφοβιστικά • |
vocative | εκφοβιστικέ • | εκφοβιστική • | εκφοβιστικό • | εκφοβιστικοί • | εκφοβιστικές • | εκφοβιστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εκφοβιστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εκφοβιστικός, etc.) |
Synonyms
[edit]- απειλητικός (apeilitikós)