εκσκαφικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]εκσκαφικός • (ekskafikós) m (feminine εκσκαφική, neuter εκσκαφικό)
- excavation, excavating
- εκσκαφικές μηχάνημα ― ekskafikés michánima ― excavating machine
- Βρέθηκε μυκηναϊκός τάφος στις εκσκαφικές εργασίες.
- Vréthike mykinaïkós táfos stis ekskafikés ergasíes.
- She found a Mycenaean tomb in excavation works.
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εκσκαφικός (ekskafikós) | εκσκαφική (ekskafikí) | εκσκαφικό (ekskafikó) | εκσκαφικοί (ekskafikoí) | εκσκαφικές (ekskafikés) | εκσκαφικά (ekskafiká) | |
genitive | εκσκαφικού (ekskafikoú) | εκσκαφικής (ekskafikís) | εκσκαφικού (ekskafikoú) | εκσκαφικών (ekskafikón) | εκσκαφικών (ekskafikón) | εκσκαφικών (ekskafikón) | |
accusative | εκσκαφικό (ekskafikó) | εκσκαφική (ekskafikí) | εκσκαφικό (ekskafikó) | εκσκαφικούς (ekskafikoús) | εκσκαφικές (ekskafikés) | εκσκαφικά (ekskafiká) | |
vocative | εκσκαφικέ (ekskafiké) | εκσκαφική (ekskafikí) | εκσκαφικό (ekskafikó) | εκσκαφικοί (ekskafikoí) | εκσκαφικές (ekskafikés) | εκσκαφικά (ekskafiká) |
Related terms
[edit]- εκσκαφή f (ekskafí, “excavation, digging”)