Jump to content

εκσκαφικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

εκσκαφικός (ekskafikósm (feminine εκσκαφική, neuter εκσκαφικό)

  1. excavation, excavating
    εκσκαφικές μηχάνημαekskafikés michánimaexcavating machine
    Βρέθηκε μυκηναϊκός τάφος στις εκσκαφικές εργασίες.
    Vréthike mykinaïkós táfos stis ekskafikés ergasíes.
    She found a Mycenaean tomb in excavation works.

Declension

[edit]
Declension of εκσκαφικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εκσκαφικός (ekskafikós) εκσκαφική (ekskafikí) εκσκαφικό (ekskafikó) εκσκαφικοί (ekskafikoí) εκσκαφικές (ekskafikés) εκσκαφικά (ekskafiká)
genitive εκσκαφικού (ekskafikoú) εκσκαφικής (ekskafikís) εκσκαφικού (ekskafikoú) εκσκαφικών (ekskafikón) εκσκαφικών (ekskafikón) εκσκαφικών (ekskafikón)
accusative εκσκαφικό (ekskafikó) εκσκαφική (ekskafikí) εκσκαφικό (ekskafikó) εκσκαφικούς (ekskafikoús) εκσκαφικές (ekskafikés) εκσκαφικά (ekskafiká)
vocative εκσκαφικέ (ekskafiké) εκσκαφική (ekskafikí) εκσκαφικό (ekskafikó) εκσκαφικοί (ekskafikoí) εκσκαφικές (ekskafikés) εκσκαφικά (ekskafiká)
[edit]