εκδοτικός
Appearance
See also: ἐκδοτικός
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]εκδοτικός • (ekdotikós) m (feminine εκδοτική, neuter εκδοτικό)
- publishing, i.e. in having a purpose or rights to publish work
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εκδοτικός (ekdotikós) | εκδοτική (ekdotikí) | εκδοτικό (ekdotikó) | εκδοτικοί (ekdotikoí) | εκδοτικές (ekdotikés) | εκδοτικά (ekdotiká) | |
genitive | εκδοτικού (ekdotikoú) | εκδοτικής (ekdotikís) | εκδοτικού (ekdotikoú) | εκδοτικών (ekdotikón) | εκδοτικών (ekdotikón) | εκδοτικών (ekdotikón) | |
accusative | εκδοτικό (ekdotikó) | εκδοτική (ekdotikí) | εκδοτικό (ekdotikó) | εκδοτικούς (ekdotikoús) | εκδοτικές (ekdotikés) | εκδοτικά (ekdotiká) | |
vocative | εκδοτικέ (ekdotiké) | εκδοτική (ekdotikí) | εκδοτικό (ekdotikó) | εκδοτικοί (ekdotikoí) | εκδοτικές (ekdotikés) | εκδοτικά (ekdotiká) |
Related terms
[edit]References
[edit]- εκδοτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language