Jump to content

εκδοτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ek.ðo.tiˈkos/
  • Hyphenation: εκ‧δο‧τι‧κός

Adjective

[edit]

εκδοτικός (ekdotikósm (feminine εκδοτική, neuter εκδοτικό)

  1. publishing, i.e. in having a purpose or rights to publish work

Declension

[edit]
Declension of εκδοτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εκδοτικός (ekdotikós) εκδοτική (ekdotikí) εκδοτικό (ekdotikó) εκδοτικοί (ekdotikoí) εκδοτικές (ekdotikés) εκδοτικά (ekdotiká)
genitive εκδοτικού (ekdotikoú) εκδοτικής (ekdotikís) εκδοτικού (ekdotikoú) εκδοτικών (ekdotikón) εκδοτικών (ekdotikón) εκδοτικών (ekdotikón)
accusative εκδοτικό (ekdotikó) εκδοτική (ekdotikí) εκδοτικό (ekdotikó) εκδοτικούς (ekdotikoús) εκδοτικές (ekdotikés) εκδοτικά (ekdotiká)
vocative εκδοτικέ (ekdotiké) εκδοτική (ekdotikí) εκδοτικό (ekdotikó) εκδοτικοί (ekdotikoí) εκδοτικές (ekdotikés) εκδοτικά (ekdotiká)
[edit]

References

[edit]