Jump to content

εκατοστόγραμμο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

εκατοστόγραμμο (ekatostógrammon (plural εκατοστόγραμμα)

  1. centigram, 1/100 gram

Declension

[edit]
Declension of εκατοστόγραμμο
singular plural
nominative εκατοστόγραμμο (ekatostógrammo) εκατοστόγραμμα (ekatostógramma)
genitive εκατοστογράμμου (ekatostográmmou)
εκατοστόγραμμου (ekatostógrammou)
εκατοστογράμμων (ekatostográmmon)
εκατοστόγραμμων (ekatostógrammon)
accusative εκατοστόγραμμο (ekatostógrammo) εκατοστόγραμμα (ekatostógramma)
vocative εκατοστόγραμμο (ekatostógrammo) εκατοστόγραμμα (ekatostógramma)
[edit]