Jump to content

εκατοστάρι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

εκατοστάρι (ekatostárin (plural εκατοστάρια)

  1. Alternative form of κατοστάρι (katostári)

Declension

[edit]
Declension of εκατοστάρι
singular plural
nominative εκατοστάρι (ekatostári) εκατοστάρια (ekatostária)
genitive εκατοσταριού (ekatostarioú) εκατοσταριών (ekatostarión)
accusative εκατοστάρι (ekatostári) εκατοστάρια (ekatostária)
vocative εκατοστάρι (ekatostári) εκατοστάρια (ekatostária)