Jump to content

εισόδημα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

εισόδημα (eisódiman (plural εισοδήματα)

  1. (finance) income, revenue
  2. crop

Declension

[edit]
Declension of εισόδημα
singular plural
nominative εισόδημα (eisódima) εισοδήματα (eisodímata)
genitive εισοδήματος (eisodímatos) εισοδημάτων (eisodimáton)
accusative εισόδημα (eisódima) εισοδήματα (eisodímata)
vocative εισόδημα (eisódima) εισοδήματα (eisodímata)