Jump to content

εικοστός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]
Greek numbers (edit)
 ←  10  ←  19 20 21  →  30  → 
2
    Cardinal: είκοσι (eíkosi)
    Ordinal: εικοστός (eikostós)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.koˈstos/
  • Hyphenation: ει‧κο‧στός

Numeral

[edit]

εικοστός (eikostósm (feminine εικοστή, neuter εικοστό)

  1. twentieth (ordinal numeral)
    η εικοστή Μαρτίου του 1872i eikostí Martíou tou 1872the twentieth of March, 1872

Declension

[edit]
Declension of εικοστός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εικοστός (eikostós) εικοστή (eikostí) εικοστό (eikostó) εικοστοί (eikostoí) εικοστές (eikostés) εικοστά (eikostá)
genitive εικοστού (eikostoú) εικοστής (eikostís) εικοστού (eikostoú) εικοστών (eikostón) εικοστών (eikostón) εικοστών (eikostón)
accusative εικοστό (eikostó) εικοστή (eikostí) εικοστό (eikostó) εικοστούς (eikostoús) εικοστές (eikostés) εικοστά (eikostá)
vocative εικοστέ (eikosté) εικοστή (eikostí) εικοστό (eikostó) εικοστοί (eikostoí) εικοστές (eikostés) εικοστά (eikostá)

See also

[edit]