Jump to content

εικονομαχία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Byzantine Greek εικονομαχία (eikonomakhía), from εικονομάχ(ος) (eikonomákh(os)) +‎ -ία (-ía).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.ko.no.maˈçi.a/
  • Hyphenation: ει‧κο‧νο‧μα‧χί‧α

Noun

[edit]

εικονομαχία (eikonomachíaf

  1. iconomachy, iconoclasm

Declension

[edit]
Declension of εικονομαχία
singular plural
nominative εικονομαχία (eikonomachía) εικονομαχίες (eikonomachíes)
genitive εικονομαχίας (eikonomachías) εικονομαχιών (eikonomachión)
accusative εικονομαχία (eikonomachía) εικονομαχίες (eikonomachíes)
vocative εικονομαχία (eikonomachía) εικονομαχίες (eikonomachíes)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ εικονομαχία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language

Further reading

[edit]