Jump to content

εικονολήπτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

εικονολήπτρια (eikonolíptriaf (plural εικονολήπτριες, masculine εικονολήπτης)

  1. (film) camerawoman, camera operator

Declension

[edit]
Declension of εικονολήπτρια
singular plural
nominative εικονολήπτρια (eikonolíptria) εικονολήπτριες (eikonolíptries)
genitive εικονολήπτριας (eikonolíptrias) εικονοληπτριών (eikonoliptrión)
accusative εικονολήπτρια (eikonolíptria) εικονολήπτριες (eikonolíptries)
vocative εικονολήπτρια (eikonolíptria) εικονολήπτριες (eikonolíptries)

Coordinate terms

[edit]

Further reading

[edit]