ειδωλολατρικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from ειδωλολάτρ(ης) (eidololátr(is)) + -ικός (-ikós).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ειδωλολατρικός • (eidololatrikós) m (feminine ειδωλολατρική, neuter ειδωλολατρικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ειδωλολατρικός (eidololatrikós) | ειδωλολατρική (eidololatrikí) | ειδωλολατρικό (eidololatrikó) | ειδωλολατρικοί (eidololatrikoí) | ειδωλολατρικές (eidololatrikés) | ειδωλολατρικά (eidololatriká) | |
genitive | ειδωλολατρικού (eidololatrikoú) | ειδωλολατρικής (eidololatrikís) | ειδωλολατρικού (eidololatrikoú) | ειδωλολατρικών (eidololatrikón) | ειδωλολατρικών (eidololatrikón) | ειδωλολατρικών (eidololatrikón) | |
accusative | ειδωλολατρικό (eidololatrikó) | ειδωλολατρική (eidololatrikí) | ειδωλολατρικό (eidololatrikó) | ειδωλολατρικούς (eidololatrikoús) | ειδωλολατρικές (eidololatrikés) | ειδωλολατρικά (eidololatriká) | |
vocative | ειδωλολατρικέ (eidololatriké) | ειδωλολατρική (eidololatrikí) | ειδωλολατρικό (eidololatrikó) | ειδωλολατρικοί (eidololatrikoí) | ειδωλολατρικές (eidololatrikés) | ειδωλολατρικά (eidololatriká) |
Related terms
[edit]- ειδωλολάτρης m (eidololátris), ειδωλολάτρισσα f (eidololátrissa)
- ειδωλολατρία f (eidololatría)
References
[edit]- ^ ειδωλολατρικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language