Jump to content

εγκρατής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

εγκρατής (egkratísm (feminine εγκρατής, neuter εγκρατές)

  1. abstemious

Declension

[edit]
Declension of εγκρατής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εγκρατής (egkratís) εγκρατής (egkratís) εγκρατές (egkratés) εγκρατείς (egkrateís) εγκρατείς (egkrateís) εγκρατή (egkratí)
genitive εγκρατούς (egkratoús)
εγκρατή (egkratí)
εγκρατούς (egkratoús) εγκρατούς (egkratoús) εγκρατών (egkratón) εγκρατών (egkratón) εγκρατών (egkratón)
accusative εγκρατή (egkratí) εγκρατή (egkratí) εγκρατές (egkratés) εγκρατείς (egkrateís) εγκρατείς (egkrateís) εγκρατή (egkratí)
vocative εγκρατή (egkratí)
εγκρατής (egkratís)
εγκρατής (egkratís) εγκρατές (egkratés) εγκρατείς (egkrateís) εγκρατείς (egkrateís) εγκρατή (egkratí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εγκρατής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εγκρατής, etc.)

[edit]