εγκαταλείφθηκα
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- εγκαταλείφτηκα (egkataleíftika) (colloquial)
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]εγκαταλείφθηκα • (egkataleífthika)
- first-person singular simple past of εγκαταλείπομαι (egkataleípomai), the passive of εγκαταλείπω (egkataleípo)