Jump to content

εγκαινιασμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

εγκαινιασμός (egkainiasmósm

  1. inauguration

Declension

[edit]
singular plural
nominative εγκαινιασμός (egkainiasmós) εγκαινιασμοί (egkainiasmoí)
genitive εγκαινιασμού (egkainiasmoú) εγκαινιασμών (egkainiasmón)
accusative εγκαινιασμό (egkainiasmó) εγκαινιασμούς (egkainiasmoús)
vocative εγκαινιασμέ (egkainiasmé) εγκαινιασμοί (egkainiasmoí)
[edit]