Jump to content

εαρινός

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἐαρινός

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἐαρινός (earinós).

Adjective

[edit]

εαρινός (earinósm (feminine εαρινή, neuter εαρινό)

  1. spring
  2. equinoctial (of spring equinox)
    εαρινή ισημερίαeariní isimeríaspring equinox
  3. Lent, Lenten

Declension

[edit]
Declension of εαρινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εαρινός (earinós) εαρινή (eariní) εαρινό (earinó) εαρινοί (earinoí) εαρινές (earinés) εαρινά (eariná)
genitive εαρινού (earinoú) εαρινής (earinís) εαρινού (earinoú) εαρινών (earinón) εαρινών (earinón) εαρινών (earinón)
accusative εαρινό (earinó) εαρινή (eariní) εαρινό (earinó) εαρινούς (earinoús) εαρινές (earinés) εαρινά (eariná)
vocative εαρινέ (eariné) εαρινή (eariní) εαρινό (earinó) εαρινοί (earinoí) εαρινές (earinés) εαρινά (eariná)

Synonyms

[edit]
[edit]