Jump to content

δωδεκαρχία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From δωδεκάρχης (dodekárchis, leader of twelve).

Noun

[edit]

δωδεκαρχία (dodekarchíaf (plural δωδεκαρχίες)

  1. (historical, military) A small unit of 12 men in the Greek army during the years 1828–1829.

Declension

[edit]
Declension of δωδεκαρχία
singular plural
nominative δωδεκαρχία (dodekarchía) δωδεκαρχίες (dodekarchíes)
genitive δωδεκαρχίας (dodekarchías) δωδεκαρχιών (dodekarchión)
accusative δωδεκαρχία (dodekarchía) δωδεκαρχίες (dodekarchíes)
vocative δωδεκαρχία (dodekarchía) δωδεκαρχίες (dodekarchíes)