δωδεκαδικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ðo.ðe.ka.ðiˈkos/

Adjective

[edit]

δωδεκαδικός (dodekadikósm (feminine δωδεκαδική, neuter δωδεκαδικό)

  1. duodecimal

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δωδεκαδικός (dodekadikós) δωδεκαδική (dodekadikí) δωδεκαδικό (dodekadikó) δωδεκαδικοί (dodekadikoí) δωδεκαδικές (dodekadikés) δωδεκαδικά (dodekadiká)
genitive δωδεκαδικού (dodekadikoú) δωδεκαδικής (dodekadikís) δωδεκαδικού (dodekadikoú) δωδεκαδικών (dodekadikón) δωδεκαδικών (dodekadikón) δωδεκαδικών (dodekadikón)
accusative δωδεκαδικό (dodekadikó) δωδεκαδική (dodekadikí) δωδεκαδικό (dodekadikó) δωδεκαδικούς (dodekadikoús) δωδεκαδικές (dodekadikés) δωδεκαδικά (dodekadiká)
vocative δωδεκαδικέ (dodekadiké) δωδεκαδική (dodekadikí) δωδεκαδικό (dodekadikó) δωδεκαδικοί (dodekadikoí) δωδεκαδικές (dodekadikés) δωδεκαδικά (dodekadiká)
[edit]

Further reading

[edit]