δωδεκαδικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]δωδεκαδικός • (dodekadikós) m (feminine δωδεκαδική, neuter δωδεκαδικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | δωδεκαδικός (dodekadikós) | δωδεκαδική (dodekadikí) | δωδεκαδικό (dodekadikó) | δωδεκαδικοί (dodekadikoí) | δωδεκαδικές (dodekadikés) | δωδεκαδικά (dodekadiká) | |
genitive | δωδεκαδικού (dodekadikoú) | δωδεκαδικής (dodekadikís) | δωδεκαδικού (dodekadikoú) | δωδεκαδικών (dodekadikón) | δωδεκαδικών (dodekadikón) | δωδεκαδικών (dodekadikón) | |
accusative | δωδεκαδικό (dodekadikó) | δωδεκαδική (dodekadikí) | δωδεκαδικό (dodekadikó) | δωδεκαδικούς (dodekadikoús) | δωδεκαδικές (dodekadikés) | δωδεκαδικά (dodekadiká) | |
vocative | δωδεκαδικέ (dodekadiké) | δωδεκαδική (dodekadikí) | δωδεκαδικό (dodekadikó) | δωδεκαδικοί (dodekadikoí) | δωδεκαδικές (dodekadikés) | δωδεκαδικά (dodekadiká) |
Related terms
[edit]- see: δώδεκα (dódeka, “twelve”)
Further reading
[edit]- Δωδεκαδικό σύστημα αρίθμησης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- δωδεκαδικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language