Jump to content

δυφιοαπεικόνιση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

δυφίο (dyfío, bit) + απεικόνιση (apeikónisi, image)

Noun

[edit]

δυφιοαπεικόνιση (dyfioapeikónisif (plural δυφιοαπεικονίσεις)

  1. (computing) bitmap

Declension

[edit]
singular plural
nominative δυφιοαπεικόνιση (dyfioapeikónisi) δυφιοαπεικονίσεις (dyfioapeikoníseis)
genitive δυφιοαπεικόνισης (dyfioapeikónisis) δυφιοαπεικονίσεων (dyfioapeikoníseon)
accusative δυφιοαπεικόνιση (dyfioapeikónisi) δυφιοαπεικονίσεις (dyfioapeikoníseis)
vocative δυφιοαπεικόνιση (dyfioapeikónisi) δυφιοαπεικονίσεις (dyfioapeikoníseis)

Older or formal genitive singular: δυφιοαπεικονίσεως (dyfioapeikoníseos)