Jump to content

δυστυχισμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

δυστυχισμένος (dystychisménosm (feminine δυστυχισμένη, neuter δυστυχισμένο)

  1. unhappy (characterised by, feeling or showing unhappiness)

Declension

[edit]
Declension of δυστυχισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δυστυχισμένος (dystychisménos) δυστυχισμένη (dystychisméni) δυστυχισμένο (dystychisméno) δυστυχισμένοι (dystychisménoi) δυστυχισμένες (dystychisménes) δυστυχισμένα (dystychisména)
genitive δυστυχισμένου (dystychisménou) δυστυχισμένης (dystychisménis) δυστυχισμένου (dystychisménou) δυστυχισμένων (dystychisménon) δυστυχισμένων (dystychisménon) δυστυχισμένων (dystychisménon)
accusative δυστυχισμένο (dystychisméno) δυστυχισμένη (dystychisméni) δυστυχισμένο (dystychisméno) δυστυχισμένους (dystychisménous) δυστυχισμένες (dystychisménes) δυστυχισμένα (dystychisména)
vocative δυστυχισμένε (dystychisméne) δυστυχισμένη (dystychisméni) δυστυχισμένο (dystychisméno) δυστυχισμένοι (dystychisménoi) δυστυχισμένες (dystychisménes) δυστυχισμένα (dystychisména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δυστυχισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δυστυχισμένος, etc.)

Antonyms

[edit]
[edit]