Jump to content

δυσλειτουργία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

δυσλειτουργία (dysleitourgíaf (plural δυσλειτουργίες)

  1. malfunction, dysfunction

Declension

[edit]
Declension of δυσλειτουργία
singular plural
nominative δυσλειτουργία (dysleitourgía) δυσλειτουργίες (dysleitourgíes)
genitive δυσλειτουργίας (dysleitourgías) δυσλειτουργιών (dysleitourgión)
accusative δυσλειτουργία (dysleitourgía) δυσλειτουργίες (dysleitourgíes)
vocative δυσλειτουργία (dysleitourgía) δυσλειτουργίες (dysleitourgíes)