δυσκίνητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]δυσκίνητος • (dyskínitos) m (feminine δυσκίνητη, neuter δυσκίνητο)
- ungainly, ponderous, cumbersome, sluggish
- (figuratively) slow in thought and comprehension
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | δυσκίνητος (dyskínitos) | δυσκίνητη (dyskíniti) | δυσκίνητο (dyskínito) | δυσκίνητοι (dyskínitoi) | δυσκίνητες (dyskínites) | δυσκίνητα (dyskínita) | |
genitive | δυσκίνητου (dyskínitou) | δυσκίνητης (dyskínitis) | δυσκίνητου (dyskínitou) | δυσκίνητων (dyskíniton) | δυσκίνητων (dyskíniton) | δυσκίνητων (dyskíniton) | |
accusative | δυσκίνητο (dyskínito) | δυσκίνητη (dyskíniti) | δυσκίνητο (dyskínito) | δυσκίνητους (dyskínitous) | δυσκίνητες (dyskínites) | δυσκίνητα (dyskínita) | |
vocative | δυσκίνητε (dyskínite) | δυσκίνητη (dyskíniti) | δυσκίνητο (dyskínito) | δυσκίνητοι (dyskínitoi) | δυσκίνητες (dyskínites) | δυσκίνητα (dyskínita) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δυσκίνητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δυσκίνητος, etc.)