δυσκίνητος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

δυσκίνητος (dyskínitosm (feminine δυσκίνητη, neuter δυσκίνητο)

  1. ungainly, ponderous, cumbersome, sluggish
  2. (figuratively) slow in thought and comprehension

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δυσκίνητος (dyskínitos) δυσκίνητη (dyskíniti) δυσκίνητο (dyskínito) δυσκίνητοι (dyskínitoi) δυσκίνητες (dyskínites) δυσκίνητα (dyskínita)
genitive δυσκίνητου (dyskínitou) δυσκίνητης (dyskínitis) δυσκίνητου (dyskínitou) δυσκίνητων (dyskíniton) δυσκίνητων (dyskíniton) δυσκίνητων (dyskíniton)
accusative δυσκίνητο (dyskínito) δυσκίνητη (dyskíniti) δυσκίνητο (dyskínito) δυσκίνητους (dyskínitous) δυσκίνητες (dyskínites) δυσκίνητα (dyskínita)
vocative δυσκίνητε (dyskínite) δυσκίνητη (dyskíniti) δυσκίνητο (dyskínito) δυσκίνητοι (dyskínitoi) δυσκίνητες (dyskínites) δυσκίνητα (dyskínita)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δυσκίνητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δυσκίνητος, etc.)