Jump to content

δυαδικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

δυαδικός (dyadikósm (feminine δυαδική, neuter δυαδικό)

  1. binary

Declension

[edit]
Declension of δυαδικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δυαδικός (dyadikós) δυαδική (dyadikí) δυαδικό (dyadikó) δυαδικοί (dyadikoí) δυαδικές (dyadikés) δυαδικά (dyadiká)
genitive δυαδικού (dyadikoú) δυαδικής (dyadikís) δυαδικού (dyadikoú) δυαδικών (dyadikón) δυαδικών (dyadikón) δυαδικών (dyadikón)
accusative δυαδικό (dyadikó) δυαδική (dyadikí) δυαδικό (dyadikó) δυαδικούς (dyadikoús) δυαδικές (dyadikés) δυαδικά (dyadiká)
vocative δυαδικέ (dyadiké) δυαδική (dyadikí) δυαδικό (dyadikó) δυαδικοί (dyadikoí) δυαδικές (dyadikés) δυαδικά (dyadiká)

Synonyms

[edit]

Further reading

[edit]