Jump to content

δραστηριότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Byzantine Greek δραστηριότης (drastēriótēs), equivalent to δραστήριος (drastírios, active) +‎ -ότητα (-ótita, -ity, -ness).

Noun

[edit]

δραστηριότητα (drastiriótitaf (plural δραστηριότητες)

  1. activity
    Δραστηριότητα μαθηματικών για το νηπιαγωγείο.
    Maths activities for the nursery school.

Declension

[edit]
Declension of δραστηριότητα
singular plural
nominative δραστηριότητα (drastiriótita) δραστηριότητες (drastiriótites)
genitive δραστηριότητας (drastiriótitas) δραστηριοτήτων (drastiriotíton)
accusative δραστηριότητα (drastiriótita) δραστηριότητες (drastiriótites)
vocative δραστηριότητα (drastiriótita) δραστηριότητες (drastiriótites)
[edit]

Further reading

[edit]