Jump to content

δραματολογία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

δραματολογία (dramatologíaf (plural δραματολογίες)

  1. (drama) dramatics, theatricals (the art of acting)

Declension

[edit]
singular plural
nominative δραματολογία (dramatología) δραματολογίες (dramatologíes)
genitive δραματολογίας (dramatologías) δραματολογιών (dramatologión)
accusative δραματολογία (dramatología) δραματολογίες (dramatologíes)
vocative δραματολογία (dramatología) δραματολογίες (dramatologíes)