δοκιμάστηκα
Appearance
See also: δοκιμαστικά
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]δοκιμάστηκα • (dokimástika)
- first-person singular simple past of δοκιμάζομαι (dokimázomai), the passive of δοκιμάζω (dokimázo)
δοκιμάστηκα • (dokimástika)