Jump to content

δισχιλιοστός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

δισχιλιοστός (dischiliostósm (feminine δισχιλιοστή, neuter δισχιλιοστό)

  1. two thousandth

Declension

[edit]
Declension of δισχιλιοστός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δισχιλιοστός (dischiliostós) δισχιλιοστή (dischiliostí) δισχιλιοστό (dischiliostó) δισχιλιοστοί (dischiliostoí) δισχιλιοστές (dischiliostés) δισχιλιοστά (dischiliostá)
genitive δισχιλιοστού (dischiliostoú) δισχιλιοστής (dischiliostís) δισχιλιοστού (dischiliostoú) δισχιλιοστών (dischiliostón) δισχιλιοστών (dischiliostón) δισχιλιοστών (dischiliostón)
accusative δισχιλιοστό (dischiliostó) δισχιλιοστή (dischiliostí) δισχιλιοστό (dischiliostó) δισχιλιοστούς (dischiliostoús) δισχιλιοστές (dischiliostés) δισχιλιοστά (dischiliostá)
vocative δισχιλιοστέ (dischiliosté) δισχιλιοστή (dischiliostí) δισχιλιοστό (dischiliostó) δισχιλιοστοί (dischiliostoí) δισχιλιοστές (dischiliostés) δισχιλιοστά (dischiliostá)