Jump to content

δικτατορία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

δικτατορία (diktatoríaf (plural δικτατορίες)

  1. (politics) dictatorship
    Synonym: τυραννία (tyrannía)

Declension

[edit]
Declension of δικτατορία
singular plural
nominative δικτατορία (diktatoría) δικτατορίες (diktatoríes)
genitive δικτατορίας (diktatorías) δικτατοριών (diktatorión)
accusative δικτατορία (diktatoría) δικτατορίες (diktatoríes)
vocative δικτατορία (diktatoría) δικτατορίες (diktatoríes)
[edit]

Further reading

[edit]