Jump to content

δικομανής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

δικομανής (dikomanísm (feminine δικομανής, neuter δικομανές)

  1. litigious (inclined to engage in lawsuits)

Declension

[edit]
Declension of δικομανής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δικομανής (dikomanís) δικομανής (dikomanís) δικομανές (dikomanés) δικομανείς (dikomaneís) δικομανείς (dikomaneís) δικομανή (dikomaní)
genitive δικομανούς (dikomanoús)
δικομανή (dikomaní)
δικομανούς (dikomanoús) δικομανούς (dikomanoús) δικομανών (dikomanón) δικομανών (dikomanón) δικομανών (dikomanón)
accusative δικομανή (dikomaní) δικομανή (dikomaní) δικομανές (dikomanés) δικομανείς (dikomaneís) δικομανείς (dikomaneís) δικομανή (dikomaní)
vocative δικομανή (dikomaní)
δικομανής (dikomanís)
δικομανής (dikomanís) δικομανές (dikomanés) δικομανείς (dikomaneís) δικομανείς (dikomaneís) δικομανή (dikomaní)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δικομανής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δικομανής, etc.)

Further reading

[edit]